- πριμοδοτώ
- -ησα, -ήθηκα, επιδοτώ κάποιο προϊόν, κυρίως γεωργικό: Η κυβέρνηση θα πριμοδοτήσει φέτος τα μπαμπάκια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πριμοδοτώ — πριμοδοτώ, πριμοδότησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πριμοδοτώ — Ν επιχορηγώ γεωργικά ή βιομηχανικά προϊόντα προκειμένου να επιτευχθούν ορισμένοι οικονομικοί στόχοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πριμ «έκτακτο χρηματικό ποσό» + δοτώ (< δότης < δότης), πρβλ. χρηματο δοτώ] … Dictionary of Greek
πριμοδότηση — η, Ν [πριμοδοτώ] 1. (οικον.) η παροχή χρηματικής αμοιβής για ενθάρρυνση ή στήριξη μιας δραστηριότητας, αλλ. επιχορήγηση 2. φρ. α) «πριμοδότηση εξαγωγών» (οικον.) i) η εκ μέρους τού κράτους κάλυψη μέρους τού κόστους παραγωγής εξαγώγιμων προϊόντων… … Dictionary of Greek